- κορυδων
- κορυδώνκορῠδών
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κορυδών — lark masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυδῶν — κορυδός lark fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορύδων — Κόρυδος lark masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορύδων — κόρυδος lark masc gen pl κορυδός lark fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυδῶνες — κορυδών lark masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυδῶνος — κορυδών lark masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CALAMAULES — Graece Καλαμαύλης, μόνανλος, qui unicam tibiam inflabat. Tibiarum enim materia antiquitus, harundines, an prima fuerit, incertum: ex offibus enim hinnuleorum primam omnium a Minerva factam esle, sunt qui tradant. Coeterum apud Veteres tibia… … Hofmann J. Lexicon universale
κόρυδος — και κορυδός, ὁ, και κορυδός, ἡ, και κορυδών, ὁ, και κορύδυλις, ἡ (Α) ο κορυδαλ(λ)ός («ὥσπερ τὰ παιδία τὰ τοὺς κορύδους διώκοντα», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυς* «περικεφαλαία» με επίθημα δο (πρβλ. λύγ δο ς, ράβ δο ς). Ανάλογη στον σχηματισμό της… … Dictionary of Greek
Αμμιράλλος ή Αμμιραλλός, Δημήτριος — (Χίος 1656 – ;). Λόγιος. Φοίτησε στο Ελληνικό Κολέγιο της Ρώμης, όπου σπούδασε γραμματική, ρητορική και φιλολογία. Πήγε έπειτα στο Παρίσι όπου σπούδασε ιατρική και βοτανική. Μετά τις σπουδές του στη Γαλλία, ο Α. ασκήθηκε επί εννιά χρόνια σε… … Dictionary of Greek